Μια ταλαιπωρημένη, περιπλανώμενη ψυχή έχει ανάγκη να γαληνέψει, να βρει καταφύγιο σε χώρο ιερό και προστατευμένο. Η Υψιπύλη αναζητά απάγκιο στο ιερό των Καβείρων. Ατενίζει τη θάλασσα και τη συνεπαίρνει η βίαιη, αλλά και απελευθερωτική πνοή των ανέμων. Νιώθει μυημένη, γίνεται ξανά δυνατή και αγέρωχη.
Οι Κάβειροι, μυστήρια πνεύματα, που από αρκετούς ταυτίζονται με τους «μεγάλους Θεούς» των Μυστηρίων της Σαμοθράκης, προέρχονται από τα έγκατα της γης και από το βυθό της μητέρας τους, της θάλασσας, τραντάζουν τη γη, σπέρνουν φωτιά. Κοντοί και με υπερμεγέθεις φαλλούς σχετίζονται με το θεό Ήφαιστο και συνδέονται με τη χαλκουργία.
Για τους Καβείρους της Λήμνου αναφέρεται ότι ήταν απόγονοι του Ηφαίστου και της Καβειρώς, θαλάσσιας θεότητας. Το ζευγάρι γέννησε τον Κάδμιλο και στη συνέχεια συτός έφερε στη ζωή τρεις Καβείρους, οι οποίοι γέννησαν τρεις Καβειρίδες Νύμφες. Οι Κάβειροι της Λήμνου προστάτευαν τους τεχνίτες και τους ναυτικούς.
Η λατρεία τους συνδέεται με τα Καβείρια Μυστήρια, πελασγικής, φρυγικής ή φοινικικής προέλευσης, που τελούνταν στο Ιερό των Καβείρων και περιελάμβαναν τελετές μύησης που διαρθρώνονταν σε πέντε μέρη: καθαρμός, παράδοση της τελετής, εποπτεία, ανάδεση στεφάνων, τελειοποίηση και ευδαιμονία. Όσοι μυούνταν αποκτούσαν δύναμη και γίνονταν ανίκητοι. Οι μυήσεις διαρκούσαν 9 ημέρες σε συγκεκριμένη εποχή του χρόνου και κατά τη διάρκεια των τελετών η μόνη φωτιά που άναβε στο χώρο, είχε μεταφερθεί στη Λήμνο από το ιερό νησί της Δήλου. Η πίστη και η αφοσίωση στους Καβείρους και στις τελετές προς τιμήν τους εμπεριείχε το στοιχείο του φόβου, καθώς ο θυμός τους θεωρείτο φρικτός και ήταν ιδιαίτερα τιμωρητικοί.
Η πρώτη εμφάνιση της λατρείας των Καβείρων στο νησί της Λήμνου χρονολογείται γύρω στον 8ο αι. π. Χ. και συνεχίστηκε μέχρι και τους Ρωμαϊκούς χρόνους. Η ανασκαφή του ιερού έγινε από την Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών τις δεκαετίες 1930 και 1980 και έφερε στο φως τρία ιερά τελεστήρια διαφορετικών χρονικών περιόδων, αναθήματα, αφιερώματα, επιγραφές, αγγεία, που συνδέονταν με τη θρησκευτική ζωή και με όσα τελούνταν στον ιερό χώρο.
Το έργο «Ανάδειξη αρχαιολογικού χώρου Καβειρίου Λήμνου», που ολοκληρώθηκε το 2020 και εντάχθηκε στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Βόρειο Αιγαίο 2014-2020» της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου, έδωσε νέα πνοή στον αρχαιολογικό χώρο και επέκτεινε το επισκέψιμο εύρος του.
ΤΑ ΤΕΛΕΣΤΗΡΙΑ
Κατά τις ανασκαφές ήρθαν στο φως τρία τελεστήρια διαφορετικών χρονολογικών περιόδων.
- Αρχαϊκό τελεστήριο: Τοποθετείται στον 7ο αι. π.Χ. Είναι ένα ακανόνιστο ορθογώνιο κτίριο (6,5×13,5 μ.) με θρανία από διπλή σειρά πλίνθων όπου θα κάθονταν οι μύστες. Υπάρχει, επίσης, μια ορθογώνια θεμελίωση με κυκλική προεξοχή, ένα είδος βωμού ή «βήματος», και ένα υπερυψωμένο κυκλικό δάπεδο πλαισιωμένο με σκαλοπάτια. Θεωρείται παλαιότερο από το ευρέως γνωστό τελεστήριο της Ελευσίνας.
- Ελληνιστικό τελεστήριο: Χτίστηκε γύρω στο 200 π.Χ., πιθανόν λόγω επικείμενης επίσκεψης του Φιλίππου του Ε΄ της Μακεδονίας. Είναι ένα πρόστυλο κτίριο μήκους 46 μ. με δώδεκα δωρικούς κίονες. Αποτελείται από έναν μεγάλο κεντρικό χώρο, χωρισμένο κάθετα σε τρία τμήματα από δύο σειρές ιωνικών κιόνων. ‘Ενας κάθετος στο κτίριο διάδρομος χώριζε το τελεστήριο από μια σειρά δωματίων, τα άδυτα, που το έκλειναν από το βορρά. Καταστράφηκε από πυρκαγιά κατά τους ρωμαϊκούς αυτοκρατορικούς χρόνους, ανάμεσα στον 2ο και στον 3ο αιώνα μ.Χ.
- Υστερορωμαϊκό τελεστήριο: Μια αίθουσα, μήκους 17 μ., χωρισμένη σε τρία μέρη από δύο σειρές πέντε κιόνων, με θρανία κατά μήκος του νότιου τοίχου. Η κεντρική αίθουσα χωρίζεται από τα άδυτα με διάδρομο. Μοιάζει σαν μια προσπάθεια ανοικοδόμησης του ελληνιστικού τελεστηρίου σε μικρότερη κλίμακα. Ίσως ο αφανισμός του οικοδομήματος και το οριστικό τέλος του ιερού να οφείλονταν στην καταστροφική μανία των πρώτων χριστιανών στα τέλη του 3ου ή στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ.
