Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο

ΚΟΥΚΟΝΗΣΙ

Μια νησίδα στενή στον φιλόξενο κόλπο του Μούδρου μοιάζει ιδανικό καταφύγιο για την Υψιπύλη. Δύσκολο να την αναζητήσουν στο απομονωμένο Κουκονήσι και οι θρύλοι θα αποτρέψουν τους διώκτες της να φτάσουν μέχρι εκεί. 

Το Κουκονήσι – ή «Ν΄σουδ΄» για τους κατοίκους της Λήμνου – είναι μια μικρή ελλειψοειδής νησίδα στα ΒΑ του Μούδρου, με μήκος περίπου 470 μ., πλάτος περίπου 380 μ. και μέγιστο υψόμετρο 10 μ., που ενώνεται με την απέναντι στεριά με μια αβαθή θαλάσσια στενωπό μήκους 400 μ. περίπου.

Πιθανολογείται ότι το όνομά του προήλθε από τη λέξη κούκος ή κούκκος που στη διάλεκτο της Λήμνου σημαίνει λιθοσωρός. Κατά τον Χρήστο Μπουλώτη, αρχαιολόγο και ανασκαφέα του νησιού, σύμφωνα με παρετυμολογήσεις, το Κουκονήσι ονομάστηκε έτσι από τις κοκόνες (γυναίκες) του χαρεμιού ενός μπέη του Μούδρου, οι οποίες ζούσαν στο νησί, ή από τους Κούκονες, οι οποίοι ήταν πελώριοι και άγριοι και ζούσαν απομονωμένοι στο νησάκι χωρίς να έχουν σχέσεις με τους υπόλοιπους κατοίκους της Λήμνου.

Οι επιφανειακές έρευνες και στη συνέχεια η ανασκαφή που ξεκίνησε εκεί τον Οκτώβριο του 1992 ο Λημνιός αρχαιολόγος, αποκαλύπτουν ένα σημαντικό προϊστορικό κέντρο, σύγχρονο με κάποιες φάσεις της Πολιόχνης. Τα βαθύτερα στρώματα του οικισμού φαίνεται να αντιστοιχούν στην Πράσινη περίοδο της Πολιόχνης (2700 π.Χ. περίπου). Όταν μετά την Κίτρινη περίοδο η Πολιόχνη παρακμάζει, το Κουκονήσι παρουσιάζει φάση ανάπτυξης με βάση την κεραμική. Προβάλλει ως το σημαντικότερο λημνιακό κέντρο της περιόδου αυτής και αναπτύσσεται συγκεντρώνοντας πληθυσμό –τεχνίτες, εμπόρους κ.λπ.– από τις δυο άλλες πόλεις του νησιού. Γύρω στα 1600-1500 π.Χ., αποτελεί τον σημαντικότερο χώρο μόνιμης εγκατάστασης των Μυκηναίων στη Λήμνο λόγω της ασφάλειας που τους παρέχει. Ο οικισμός καταστράφηκε ξαφνικά από σεισμό που συνοδεύτηκε από πυρκαγιά.

Μεταξύ των άλλων ευρημάτων εντοπίστηκαν στον οικισμό και τη γύρω περιοχή σπόροι φακής και λαθουριού, ενώ διάσπαρτα οστά προβάτων κατακλύζουν την περιοχή∙ αποκαλύπτονται, έτσι, η αδιάλειπτη καλλιέργεια στο χώρο του μικρού αυτού νησιού και οι διατροφικές συνήθειες των ανθρώπων στο πέρασμα του χρόνου. Και εδώ ακριβώς το Κουκονήσι ενώνει τα θραύσματα με την Πολιόχνη και την υπόλοιπη Λήμνο: η άυλη πολιτιστική κληρονομιά του νησιού διαμέσου των αιώνων αποδεικνύεται πλούσια και καλά προσαρμοζόμενη στις κοινωνικές, οικονομικές και περιβαλλοντικές συνθήκες της εκάστοτε εποχής. Ο χώρος, ως ανθρωπογεωγραφία και πολιτισμικό κατασκεύασμα, φιλοξενεί την αέναη παρουσία των παραγωγών (αγροτών και κτηνοτρόφων) –και στη συνέχεια των καταναλωτών–, που μέχρι σήμερα καλλιεργούν στην ευρύτερη περιοχή τις ίδιες ποικιλίες οσπρίων και σιτηρών και εκτρέφουν τα ίδια είδη αιγοπροβάτων. Η έννοια της ζώσας παράδοσης, κομβικής σημασίας για την άυλη πολιτιστική κληρονομιά, επαληθεύεται έτσι στην περιοχή του Κουκονησίου, που και οι δύο του ονομασίες Ν’σούδ’ και Κουκονήσι– εναλλάσσονται στο λόγο των κατοίκων των γειτονικών χωριών.